ἀνάψει

ἀνάψει
ἄναψις
lighting up
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀνάψεϊ , ἄναψις
lighting up
fem dat sg (epic)
ἄναψις
lighting up
fem dat sg (attic ionic)
ἀνάπτω
make fast on
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀνάπτω
make fast on
fut ind mid 2nd sg
ἀνάπτω
make fast on
fut ind act 3rd sg
ἀνά̱ψει , ἀνάπτω
make fast on
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀνά̱ψει , ἀνάπτω
make fast on
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀ̱νάψει , ἀναψάω
wipe up
imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀναψάω
wipe up
pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic)
ἀναψάω
wipe up
imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Misirlou — (Greek: Μισιρλού, Egyptian Girl ; from Turkish: Mısırlı, Egyptian ;[1] from Arabic: مصر‎, Miṣr, Egypt ), is a popular Greek song with popularity in five styles of music: Greek rebetiko, Middle Eastern belly dancing, Jewish klezmer, American surf… …   Wikipedia

  • εναύω — (I) ἐναύω (Α) δίνω φωτιά, επιτρέπω σε κάποιον ν ανάψει φωτιά («οὔτε οἱ πῡρ οὐδείς ἔναυε Σπαρτιητέων οὔτε διελέγετο», Ηρόδ.) 2. μέσ. α) παίρνω φωτιά, ανάβω, δέχομαι φλόγα («οὔ φασι δεῑν ἀπό ἑτέρου πυρός ἐναύεσθαι», Πλούτ.) β) μτφ. παίρνω κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • θεσπιδαής — θεσπιδαής, ές (Α) (επικ. τ.) αυτός τον οποίο έχει ανάψει ο θεός, αυτός που καίει δυνατά, ο σφοδρός («θεσπιδαές πυρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημι δαής, πυρ δαής] …   Dictionary of Greek

  • περιπρήθω — Α καίω κάτι από όλες τις πλευρές, πυρπολώ, περιπίμπρημι.* [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρήθω «κάνω κάτι να ανάψει»] …   Dictionary of Greek

  • ποιφύσσω — Α 1. (αμτβ.) φυσώ δυνατά 2. (μτβ.) α) φυσώ κάτι, ιδίως τη φωτιά, και τό κάνω να ανάψει β) εξογκώνω, φουσκώνω γ) μτφ. τρομάζω κάποιον με το ορμητικό φύσημά μου, επιπλήττω κάποιον με οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «πνοή, φύσημα, φυσερό», ενεστ.… …   Dictionary of Greek

  • στορέας — ο / στορεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. ναυτ. μεταλλικό εσωτερικό περίβλημα οφθαλμού ή εξωτερικό στύλου για προστασία τους από την τριβή αλυσίδας ή συρματόσχοινου 2. τεχνολ. σωληνοειδές περίβλημα, ελαστικό ή άκαμπτο, με το οποίο μπορούν να συνδεθούν… …   Dictionary of Greek

  • τουφεκόπετρα — η, Ν πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα που χρησιμοποιούσαν στα πρωτόγονα τουφέκια για να ανάψει το μπαρούτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι + πέτρα] …   Dictionary of Greek

  • Ήρων ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.).Μαθηματικός και μηχανικός της αρχαιότητας. Ο Ή. είναι πολύ γνωστός από τα έργα του στη γεωδαισία, στη μηχανική, στην υδραυλική, στη γεωμετρία και στην οπτική, από τα οποία άλλα διασώθηκαν στο πρωτότυπο και άλλα μας… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”