Misirlou — (Greek: Μισιρλού, Egyptian Girl ; from Turkish: Mısırlı, Egyptian ;[1] from Arabic: مصر, Miṣr, Egypt ), is a popular Greek song with popularity in five styles of music: Greek rebetiko, Middle Eastern belly dancing, Jewish klezmer, American surf… … Wikipedia
εναύω — (I) ἐναύω (Α) δίνω φωτιά, επιτρέπω σε κάποιον ν ανάψει φωτιά («οὔτε οἱ πῡρ οὐδείς ἔναυε Σπαρτιητέων οὔτε διελέγετο», Ηρόδ.) 2. μέσ. α) παίρνω φωτιά, ανάβω, δέχομαι φλόγα («οὔ φασι δεῑν ἀπό ἑτέρου πυρός ἐναύεσθαι», Πλούτ.) β) μτφ. παίρνω κάτι με… … Dictionary of Greek
θεσπιδαής — θεσπιδαής, ές (Α) (επικ. τ.) αυτός τον οποίο έχει ανάψει ο θεός, αυτός που καίει δυνατά, ο σφοδρός («θεσπιδαές πυρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημι δαής, πυρ δαής] … Dictionary of Greek
περιπρήθω — Α καίω κάτι από όλες τις πλευρές, πυρπολώ, περιπίμπρημι.* [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρήθω «κάνω κάτι να ανάψει»] … Dictionary of Greek
ποιφύσσω — Α 1. (αμτβ.) φυσώ δυνατά 2. (μτβ.) α) φυσώ κάτι, ιδίως τη φωτιά, και τό κάνω να ανάψει β) εξογκώνω, φουσκώνω γ) μτφ. τρομάζω κάποιον με το ορμητικό φύσημά μου, επιπλήττω κάποιον με οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «πνοή, φύσημα, φυσερό», ενεστ.… … Dictionary of Greek
στορέας — ο / στορεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. 1. ναυτ. μεταλλικό εσωτερικό περίβλημα οφθαλμού ή εξωτερικό στύλου για προστασία τους από την τριβή αλυσίδας ή συρματόσχοινου 2. τεχνολ. σωληνοειδές περίβλημα, ελαστικό ή άκαμπτο, με το οποίο μπορούν να συνδεθούν… … Dictionary of Greek
τουφεκόπετρα — η, Ν πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα που χρησιμοποιούσαν στα πρωτόγονα τουφέκια για να ανάψει το μπαρούτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι + πέτρα] … Dictionary of Greek
Ήρων ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.).Μαθηματικός και μηχανικός της αρχαιότητας. Ο Ή. είναι πολύ γνωστός από τα έργα του στη γεωδαισία, στη μηχανική, στην υδραυλική, στη γεωμετρία και στην οπτική, από τα οποία άλλα διασώθηκαν στο πρωτότυπο και άλλα μας… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek